φουρφουρυλ(ο)- — Ν χημ. πρόθημα που δηλώνει την παρουσία τής ρίζας φουρφουρύλιο στο μόριο μιας οργανικής ένωσης, όπως λ.χ. είναι η φουρφουρυλαμίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. furfuryl] … Dictionary of Greek
φουρφουρυλαλκοόλη — η, Ν χημ. ετεροκυκλική οργανική ένωση, μονοσθενής αλκοόλη, παράγωγο τού φουρανίου που παρασκευάζεται με αναγωγή τής φουρφουράλης, αλλ. φουρφουρυλική αλκοόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. furfuryl alcohol < furfuryl (βλ. λ … Dictionary of Greek
φουρφουρυλαμίνη — η, Ν χημ. ετεροκυκλική οργανική ένωση, πρωτοταγής αλκοόλη, παράγωγο τού φουρανίου, η οποία είναι δυνατόν να προκύψει από την φουρφουραλκοόλη με αντικατάσταση τής ομάδας υδροξυλίου τού μορίου της από αμινομάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν.… … Dictionary of Greek
φουρφουρυλιδένιο — το, Ν χημ. δισθενής οργανική ρίζα η οποία είναι δυνατόν να προκύψει με αφαίρεση ενός ατόμου οξυγόνου από την ομάδα τού καρβονυλίου τού μορίου τής φουρφουράλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. furfurylidene < furfuryl (βλ. λ … Dictionary of Greek